ὑπερήφανοι

ὑπερήφανοι
ὑπερήφανος
overweening
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφροσύνη — η (ΑM μεγαλοφροσύνη) [μεγαλόφρων] 1. η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόφρονα, το να έχει κανείς υψηλό και γενναίο φρόνημα, η μεγαλοψυχία, η γενναιοφροσύνη («τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην», Πλάτ.) 2. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • Αραουκανοί — Μία από τις σπουδαιότερες ιθαγενείς φυλές της Νότιας Αμερικής. Υπερήφανοι και ανυπότακτοι, αγωνίστηκαν επί τέσσερις αιώνες εναντίον της ισπανικής κυριαρχίας με ηρωισμό που αναγνώρισαν και οι ίδιοι οι κατακτητές. Σήμερα είναι περίπου 300.000, από… …   Dictionary of Greek

  • Άργος Ορεστικό — Κωμόπολη (υψομ. 660 μ., 7.558 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Αλιάκμονα. Αποτελεί έδρα του δήμου Ορεστίδος. Στη σημερινή του θέση βρισκόταν η αρχαία αιολική ομώνυμη πόλη, η οποία κατά την παράδοση είχε χτιστεί από τους …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • Φιλίπ, Ζεράρ — (Philippe, 1922 – 1959). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1942 και τον επόμενο χρόνο έπαιξε στον κινηματογράφο. Πρωταγωνίστησε σε ταινίες που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και προβλήθηκαν σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”